- σταυροθόλωτος
- -η, -ο, Ν(για ναό) αυτός που έχει σταυροθόλια.[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + θολωτός (< θόλος). Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Δ. Σολωμό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταυροειδής — ές, ΝΜΑ αυτός που έχει την μορφή, το σχήμα τού σταυρού (α. «σταυροειδές κόσμημα» β. «ἔκφρασις σταυροειδοῡς σημείου, ὅπερ νῡν οἱ Ῥωμαῑοι λάβαρον καλουσιν», Ευστ.) νεοελλ. μσν. φρ. «σταυροειδής ναός» σταυρεπίστεγος, σταυροθόλωτος ναός μσν. το ουδ.… … Dictionary of Greek
σταυρικός — ή, ό 1. αυτός που μοιάζει με σταυρό: Σταυρικό σχήμα. 2. αυτός που έχει σταυροειδή στέγη, σταυροθόλωτος: Σταυρικοί ναοί. 3. «σταυρικός θάνατος», θανάτωση με σταύρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)